- κυκλογραφώ
- κυκλογραφῶ, -έω (Α)1. περιγράφω κύκλο, χαράζω σχήμα κύκλου2. χρησιμοποιώ περιφράσεις κατά την ομιλία μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυκλογραφία — κυκλογραφία, ἡ (Α) [κυκλογραφώ] χάραξη σχήματος κύκλου … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
χρονοκυκλογράφημα — το, Ν το αποτέλεσμα τής χρονοκυκλογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κυκλογραφώ] … Dictionary of Greek